dmamaginidis
Dimitrios Mamagkinidis
εμπειρία < αρχαία ελληνική ἐμπειρία < ἔμπειρος < ἐν + πεῖρα
γνώση που αποκτιέται μέσα από τα λάθη
Neoi Epivates, Baxe Tsifliki